Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

ΥΙΟΘΕΣΙΑ

 
Πόσο ορφανός από κοινωνική στήριξη είναι ο θεσμός της υιοθεσίας στη χώρα μας και τι οφείλουν να κάνουν όλοι όσοι θέλουν να ανοίξουν την αγκαλιά τους σ’ ένα παιδί.
Πρώτοι έκαναν το βήμα οι σταρ του χόλιγουντ. Η Αντζελίνα Τζολί έχει υιοθετήσει τρία (!) παιδιά, τον εφτάχρονο Μάντοξ από την Καμπότζη, ένα κορίτσι από την Αιθιοπία, τη Ζαχάρα (3 ετών), και πρόσφατα μαζί με τον Μπραντ Πιτ τον πεντάχρονο Παξ από το Βιετνάμ. Η Μαντόνα με τη σειρά της πήρε κοντά της τον μικρό Ντέιβιντ Μπάνα από το Μαλάουι όταν ήταν μόλις 13 μηνών. Μπορεί αυτή η καινούργια «μόδα» να έχει γίνει αντικείμενο κριτικής και να έχει κατηγορηθεί από πολλούς –κυρίως λόγω των επιπτώσεων που ενδεχομένως έχει στον ψυχισμό των παιδιών– όμως κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι με το παράδειγμά τους οι σταρ μπορούν να παρακινήσουν πολλά ζευγάρια να πάρουν την απόφαση να υιοθετήσουν. Και το σημαντικότερο είναι ότι στην περίπτωση όλων αυτών των «ανώνυμων» θετών γονέων κίνητρο δεν είναι η ανάγκη για προβολή, αλλά μια ψυχική ανάγκη που τους υπαγορεύει να ανοίξουν την αγκαλιά τους σ’ ένα παιδί που τους έχει ανάγκη. Η υιοθεσία αποτελεί ίσως τον πιο «ανθρωπιστικό» θεσμό του νομικού μας συστήματος. Μπορεί να πρόκειται για νομική διαδικασία, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν είναι απογυμνωμένη από το συναίσθημα, αφού σε αυτήν εμπλέκονται παιδιά που γίνονται µέλη οικογενειών, σαν να είχαν γεννηθεί σε αυτές, απολαμβάνοντας όλα τα προνόμια και τα δικαιώματα του φυσικού παιδιού. Οι θετοί γονείς δεν διαφέρουν νομικά σε τίποτα από τους φυσικούς. Πότε όμως μπορεί να δοθεί ένα παιδί για υιοθεσία;
Η διαδικασία με τα ιδρύματα
Παρόλο που στα αρμόδια ιδρύματα που τελούν υπό κρατική εποπτεία και έλεγχο υπάρχουν αρκετά παιδιά, μόνο ένα μικρό μέρος αυτών θεωρείται «νομικά ελεύθερο» να δοθεί προς υιοθεσία, αφού για να προχωρήσουν οι σχετικές με αυτή διαδικασίες πρέπει να συναινέσουν οι φυσικοί γονείς. Αυτό φυσικά στην πράξη συχνά δεν επιτυγχάνεται, γιατί οι φυσικοί γονείς, παρόλο που δεν είναι ικανοί να φροντίσουν τα παιδιά τους, κάνουν τα πάντα για να μη χάσουν την επιμέλεια και αρνούνται να τα δώσουν για υιοθεσία. Υπάρχουν ασφαλώς και οι περιπτώσεις εκείνες όπου με δικαστική απόφαση η μη παραχώρηση συναίνεσης από τους φυσικούς γονείς θεωρείται καταχρηστική, τους αφαιρείται η επιμέλεια και παραχωρείται στο ίδρυμα (η διαδικασία αυτή μπορεί να διαρκέσει 1 µε 2 χρόνια, διάστημα κατά το οποίο το παιδί δεν μπορεί ακόμη να δοθεί για υιοθεσία). Από την πλευρά των υποψήφιων θετών γονέων, η απόφαση να υιοθετήσουν ένα παιδί μέσω ιδρύματος συνήθως σημαίνει το ξεκίνημα ενός μαραθωνίου. Όπως επισημαίνει η νομικός Κατερίνα Παλιατσάρα, η οποία κατά τη διάρκεια της καριέρας της έχει ασχοληθεί με αρκετές υποθέσεις υιοθεσιών, «τα ζευγάρια νιώθουν αρκετά “εκτεθειμένα” στις εκτεταμένες έρευνες στις οποίες υποβάλλονται υποχρεωτικά από την πλευρά του ιδρύματος. Αισθάνονται ότι τους ζητείται να μοιραστούν μύχιες σκέψεις και συναισθήματα, με εντελώς αβέβαιο αποτέλεσμα και μάλιστα υπό το αυστηρό και ψυχρό βλέμμα της κοινωνικής υπηρεσίας, που δεν επιβεβαιώνει παρά μόνο με την ολοκλήρωση της κοινωνικής έρευνας αν τους εγκρίνει ή τους απορρίπτει, εάν δηλαδή τους θεωρεί κατάλληλους για γονείς ή όχι. Πολλοί υποψήφιοι γονείς που έχουν βιώσει την εμπειρία μιλούν για “ψυχικό ξεγύμνωμα”. «Ωστόσο», συνεχίζει «αυτές οι διαδικασίες αποτελούν φυσικό επακόλουθο της σοβαρής δέσμευσης που υπάρχει από πλευράς των κρατικών ιδρυμάτων να διασφαλίσουν ότι το παιδί που θα υιοθετηθεί θα πέσει σε καλά χέρια, και μεγαλώνοντας δίπλα σε υγιείς και ισορροπημένες προσωπικότητες θα μπορέσει να νιώσει ευδαιμονία και οικογενειακή ευτυχία». Το κύριο μέλημα των ιδρυμάτων είναι να εξασφαλίσουν ότι η όποια απόφαση θα είναι για το συμφέρον του παιδιού και γι’ αυτό προσπαθούν να αποδείξουν ότι πράγματι οι συγκεκριμένοι υποψήφιοι γονείς είναι ικανοί να αναλάβουν την ευθύνη για το μεγάλωμα και την ανάπτυξη ενός παιδιού. Τα περισσότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα ζευγάρια οφείλονται συνήθως στην άγνοια. «Είναι σημαντικό τα ζευγάρια που αποφασίζουν να υιοθετήσουν να γνωρίζουν πολύ καλά όλα τα στάδια και τη διαδικασία μέχρι την ολοκλήρωση της υιοθεσίας, ώστε να οπλιστούν με υπομονή», συνιστά η κ. Παλιατσάρα. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι αρκετά από τα ζευγάρια που απευθύνονται στα κρατικά ιδρύματα κατορθώνουν να υλοποιήσουν το μεγάλο τους όνειρο, ακόμα κι αν χρειαστεί να περιμένουν λίγο παραπάνω, κατά μέσο όρο πέντε χρόνια.
Η νομική διαδικασία
Οι υποψήφιοι γονείς, εκτός από τη σφαιρική γνώση των… διαδικαστικών, πρέπει να είναι εξοπλισμένοι με υπομονή και επιμονή, αφού χρειάζεται χρόνος και αρκετό τρέξιμο. Το τίμημα, όμως, ειδικά σε αυτή την περίπτωση είναι απειροελάχιστο, κάτι που συνειδητοποίησαν όσοι κράτησαν στην αγκαλιά τους το δικό τους «παιδί της καρδιάς».
Ξεκινώντας, θα πρέπει να απευθυνθούν στο Κέντρο Βρεφών ΜΗΤΕΡΑ, στο ΠΙΚΠΑ ή στο ίδρυμα «Αγ. Στυλιανός» της Θεσσαλονίκης, τα οποία τελούν υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του κράτους και θα υποβάλλουν σχετική αίτηση υιοθεσίας. Στη συνέχεια, θα καταθέσουν την αίτηση ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου του τόπου κατοικίας τους, η οποία δικάζεται κατά τη διαδικασία της Εκούσιας Δικαιοδοσίας. Στο δικαστήριο απαιτείται η συναίνεση των φυσικών γονέων, που δίνεται αυτοπροσώπως, καθώς και η έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας. Για την έκδοσή της υποβάλλεται αίτηση από τους ενδιαφερόμενους υποψήφιους γονείς στην αρμόδια Νομαρχία όπου κατοικούν οι αιτούντες για υιοθεσία γονείς πριν την κατάθεση της αίτησης στο δικαστήριο. Παρότι η έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να τελεστεί υιοθεσία ανηλίκου, το πόρισμά της δεν δεσμεύει το δικαστήριο, το οποίο απλώς τη συνεκτιμά, μαζί με τη συνδρομή των προϋποθέσεων και την έλλειψη κωλυμάτων και ανάλογα αποφασίζει κατά την κρίση του αν η υιοθεσία είναι προς το συμφέρον του ανηλίκου. Οι υποψήφιοι γονείς/γονέας πρέπει να προσκομίσουν στο δικαστήριο και άλλα απαραίτητα έγγραφα όπως:
• ληξιαρχική πράξη γέννησης του υιοθετημένου
• πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασής τους
• ποινικά μητρώα τους
• πιστοποιητικά περί μη διώξεως από την αρμόδια εισαγγελία
• εκκαθαριστικά σημειώματα από την αρμόδια Δ.Ο.Υ.
• συμβόλαια που αποδεικνύουν την κυριότητα ακινήτων (εάν υπάρχουν)
• πιστοποιητικά υγείας
• αντίγραφα των ταυτοτήτων
• τη σχετική αίτηση που έχει υποβληθεί στο «ΜΗΤΕΡΑ» ή σε άλλο κρατικό ίδρυμα
• την έγγραφη συναίνεση των φυσικών γονέων του τέκνου
• γνωμοδότηση περί του ισχύοντος νομικού καθεστώτος που διέπει την υιοθεσία στη χώρα καταγωγής τους από το Ινστιτούτο Αλλοδαπού Δικαίου (εάν ο υιοθετούμενος ή έστω ένας από τους δύο αιτούντες είναι αλλοδαπός) κ.λπ.
Εάν οι υιοθετούντες έχουν παιδιά, απαιτείται και η δική τους δήλωση συναίνεσης στο δικαστήριο.
Με την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου το υιοθετημένο παιδί αναγράφεται στην οικογενειακή μερίδα του δήμου των νέων γονέων, αφού αυτή καταστεί αμετάκλητη.
Νέο θεσμικό πλαίσιο: Τέλος στους ρυθμούς «χελώνας»
Μετά τις νέες ρυθμίσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης, επιταχύνονται οι διαδικασίες της υιοθεσίας. Το νέο θεσμικό πλαίσιο δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων του παιδιού με την αναπλήρωση από το δικαστήριο της συναίνεσης των φυσικών γονιών όταν αυτοί είναι αγνώστου διαμονής και κατά συνέπεια είναι αδύνατο να συναινέσουν ενώπιον του δικαστηρίου για την ολοκλήρωση της υιοθεσίας. «Ο θεμελιώδης στόχος αυτής της τροποποίησης στο δίκαιο της υιοθεσίας είναι κυρίως η προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού, αφού με τη νέα ρύθμιση μειώνεται δραστικά ο χρόνος παραμονής του στα ιδρύματα και η ταχεία ολοκλήρωση της υιοθεσίας με την ένταξη του παιδιού στη θετή οικογένεια», επισημαίνει η δικηγόρος Κατερίνα Παλιατσάρα. «Επίσης», συνεχίζει «καθιερώνεται η δυνατότητα ακρόασης των πλησιέστερων συγγενών, με βάση την οποία το δικαστήριο θα κρίνει σταθμίζοντας την εγγύτητα της συγγένειας, την ουσιαστική σχέση με τον μη συναινούντα γονέα, τη μυστικότητα της υιοθεσίας, την ανάγκη προστασίας και το συμφέρον του ανηλίκου, αλλά και την ανάγκη προστασίας της προσωπικότητας του μη συναινούντος γονέως κ.λπ. Παράλληλα, προβλέπεται η δυνατότητα απάλειψης του κύριου ονόματος που έφερε το παιδί προ της υιοθεσίας, εφόσον αυτό είναι προς το συμφέρον του (π.χ. όταν ηχεί ξένο προς την κοινωνική πραγματικότητα παραπέμποντας στην καταγωγή του, προδίδοντας έτσι την υιοθεσία και παραβιάζοντας τη μυστικότητά της)».
Μια «ιδιωτική» υπόθεση;
Η ιδιωτική υιοθεσία είναι νόμιμη στην Ελλάδα και είναι αυτή που γίνεται χωρίς τη διαµεσολάβηση ιδρύµατος ή κάποιας κοινωνικής υπηρεσίας, με απευθείας επαφή των ενδιαφερομένων. Συνδετικός κρίκος ανάµεσα στους φυσικούς και θετούς γονείς είναι τρίτα άτομα, π.χ. δικηγόροι, γυναικολόγοι κ.λπ. Τα πλεονεκτήματά τους σε σύγκριση με εκείνες που γίνονται μέσω των ιδρυμάτων είναι ότι στη συντριπτική πλειοψηφία τους αφορούν βρέφη –σε αντίθεση με τη διαδικασία που γίνεται από τα κρατικά ιδρύματα, μέσω των οποίων οι πιθανότητες να αποκτήσουν βρέφη οι θετοί γονείς είναι πολύ μικρές– και το ότι οι διαδικασίες είναι σύντομες και έτσι δεν χρειάζεται οι θετοί γονείς να περιμένουν για χρόνια, όπως συμβαίνει στις λίστες αναμονής των ιδρυμάτων. Το τυπικό της διαδικασίας των ιδιωτικών υιοθεσιών είναι ίδιο με αυτό που ακολουθείται για τις υιοθεσίες μέσω ιδρυμάτων. Ο νόμος απαγορεύει να ζητηθεί και να ληφθεί οποιοδήποτε ποσό από τους φυσικούς γονείς ή τους τυχόν µεσολαβητές (δικηγόρους, γυναικολόγους κ.λπ.) ως όρος για την ολοκλήρωση της υιοθεσίας (εκτός ίσως από τα ιατρικά έξοδα για την ολοκλήρωση του τοκετού, που θα δικαιολογούσε τέτοια καταβολή). Σε περίπτωση που αποδειχτεί ότι έχει υπάρξει παράνομη χρηματική συναλλαγή, τα εμπλεκόμενα μέρη αντιμετωπίζουν ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή. Η τιμωρία αφορά τους βιολογικούς γονείς και όποιο τρίτο μέρος αποδειχτεί ότι έλαβε χρηματικό αντάλλαγμα ή βοήθησε άλλους να λάβουν για τέτοιου είδους πράξη. Ατιμώρητοι παραμένουν αυτοί που έδωσαν το αντάλλαγμα, δηλαδή οι θετοί γονείς, και η διαδικασία της υιοθεσίας συνεχίζεται κανονικά για αυτούς.
Διεθνείς υιοθεσίες
«Η υιοθεσία παιδιού από άλλη χώρα είναι δυνατή όταν αποκλειστεί απολύτως η εθνική υιοθέτηση», τονίζει η κ. Παλιατσάρα. Οι υποψήφιοι γονείς εγγράφονται σε ειδικό κατάλογο υιοθετούντων - αλλοδαπών και υποβάλλουν τα απαραίτητα δικαιολογητικά που προβλέπονται από την εκάστοτε εθνική νομοθεσία. Εφόσον η αίτησή τους προκριθεί (και συνήθως αφού λάβουν πλήρη στοιχεία του παιδιού που τους υποδεικνύεται προς υιοθεσία μαζί με φωτογραφία αυτού), καλούνται να ταξιδέψουν στη χώρα όπου βρίσκεται το παιδί για να αποκτήσουν προσωπική επαφή μαζί του και να απαντήσουν αν επιθυμούν να το υιοθετήσουν. Η διαδικασία ολοκληρώνεται ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου της χώρας, σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο.
Εμπειρίες…
Ο 42χρονος Μιχάλης και η 37χρονη Ζωή πριν από τέσσερα χρόνια υιοθέτησαν ένα αγοράκι (2 ετών) από το Κέντρο Βρεφών ΜΗΤΕΡΑ. Φέτος θα το καμαρώσουν να περνάει για πρώτη φορά την πόρτα του δημοτικού σχολείου. Στη σκέψη αυτή γελούν και φουσκώνουν από υπερηφάνεια, συναίσθημα που σαν το σχολικό σφουγγάρι σβήνει το μαυροπίνακα της ψυχοφθόρας εμπειρίας που προηγήθηκε.
«Γνωρίζαμε από την αρχή της σχέσης μας ότι δεν μπορούμε να αποκτήσουμε δικό μας παιδί, λόγω κάποιου δικού μου προβλήματος…», λέει ο Μιχάλης. «Έτσι, επιλέξαμε τη λύση της υιοθεσίας και τη βιώσαμε ως μια πολύ δύσκολη εμπειρία. Ενώ ξεκινήσαμε με αισιοδοξία και πείσμα, στην πορεία μάς κούρασαν απίστευτα οι διαδικασίες, η γραφειοκρατία, όλα όσα συνεπάγεται μια υιοθεσία. Πολλές φορές ήταν εξαιρετικά δύσκολο να μείνουμε σταθεροί στην επιλογή μας. Όμως δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς κι αυτός είναι ο μόνος τρόπος να αντέξεις τις συνεχείς συνεντεύξεις, ερωτήσεις που αφορούν μεταξύ άλλων τα δικά σου παιδικά χρόνια, το δικό σου παρελθόν. Ξαφνιαστήκαμε όταν μας είπαν ότι θα χρειαστεί να κάνουμε μέχρι και ψυχογραφήματα». «Από την άλλη», παρεμβαίνει η Ζωή «όλες αυτές οι ενέργειες από πλευράς των ιδρυμάτων απηχούν την υπευθυνότητα με την οποία αντιμετωπίζουν αυτή την ιστορία οι εμπλεκόμενοι φορείς και υπηρεσίες. Τελικά, ειδικά στις περιπτώσεις των υιοθεσιών, διαπιστώνει κανείς πόσο παιδοκεντρικό είναι το σύστημα».
«Αν μπορούσαμε να δώσουμε κάποια συμβουλή στα ζευγάρια που επιθυμούν να υιοθετήσουν, αυτή είναι να απευθυνθούν σε αναγνωρισμένα κρατικά ιδρύματα, να μην ακολουθήσουν “σκοτεινά μονοπάτια”». Επίσης, είναι πολύ σημαντικό το ζευγάρι να παραμένει ενωμένο από την αρχή μέχρι το τέλος, παρά τις δυσκολίες και τα προβλήματα που αναπόφευκτα θα ενσκήψουν. Θα πρέπει, τέλος, να γνωρίζουν πως η υιοθεσία δεν είναι μια απλή υπόθεση, όμως σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να το βάλουν κάτω, γιατί στο τέλος σε ανταμείβει».
Το ψυχικό κόστοςμιας υιοθεσίας
Ποια συναισθήματα βιώνει ένα παιδί όταν μάθει ότι είναι υιοθετημένο; Υπάρχει κατάλληλη ηλικία να μάθει ότι δεν είναι φυσικό παιδί των γονιών του; Ποιες αντιδράσεις θα συναντήσουν οι γονείς που θα προχωρήσουν στην αποκάλυψη του μυστικού; Απαντήσεις και πολλές ακόμα χρήσιμες συμβουλές μας δίνει η Ζαΐρα Παπαληγούρα, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Mommy: Ποιες είναι οι ανησυχίες που προβληματίζουν το ζευγάρι που αποφασίζει να υιοθετήσει;
Ζαΐρα Παπαληγούρα: Μια συχνή ανησυχία είναι μήπως δεν μπορέσουν να αγαπήσουν το παιδί όπως θα το αγαπούσαν αν ήταν φυσικό. Φοβούνται, δηλαδή, μήπως η αγάπη προϋποθέτει μια σχέση αίματος. Ωστόσο, η κλινική πράξη αλλά και οι μελέτες που αφορούν τις σχέσεις θετών γονέων και υιοθετημένων παιδιών δείχνουν ότι ο βιολογικός δεσμός δεν καθορίζει τη σχέση γονέα παιδιού. Η πλειοψηφία των θετών γονέων νιώθει ισχυρό δεσμό με το παιδί. Ένας άλλος συχνός φόβος που τους διακατέχει είναι μήπως μεγαλώνοντας το παιδί τούς απορρίψει και αναζητήσει τους βιολογικούς του γονείς. Και στην περίπτωση αυτή ο φόβος είναι αβάσιμος. Οι έρευνες δείχνουν ότι μόλις ένα ποσοστό της τάξης του 1% των υιοθετημένων παιδιών επιθυμεί να συναντήσει τους βιολογικούς του γονείς. Και τα παιδιά που τους αναζητούν σε καμιά περίπτωση δεν θεωρούν ότι ήταν ανεπαρκής η θετή τους οικογένεια. Η αναζήτησή τους αφορά την ανάγκη να γνωρίσουν το παρελθόν τους. Ακόμη, πολλά ζευγάρια έχουν συνήθως υποστεί εξονυχιστικό έλεγχο προκειμένου να κριθούν ικανοί να γίνουν γονείς. Αυτό, σε συνδυασμό με το ότι προφανώς περίμεναν πολλά χρόνια για να αποκτήσουν παιδί, τους κάνει να αισθάνονται ότι πρέπει να είναι τέλειοι. Θα τους βοηθήσει να αναλογιστούν ότι όπως δεν υπάρχουν τέλεια παιδιά δεν υπάρχουν και τέλειοι γονείς. Τα ζευγάρια που επιθυμούν να υιοθετήσουν ένα παιδί θα βοηθηθούν όταν διατυπώσουν τους φόβους τους και μιλήσουν για αυτούς.
Mommy: Πώς αντιμετωπίζουν τα υιοθετημένα παιδιά την αλήθεια για τη σχέση με την οικογένειά τους;
Ζαΐρα Παπαληγούρα: Τα υιοθετημένα παιδιά θέτουν στον εαυτό τους βασανιστικά ερωτήματα όπως: «Τι ανάγκασε τους βιολογικούς γονείς μου να μη θέλουν να είναι γονείς μου;» «Γιατί με εγκατέλειψαν;» Η κατανόηση των συνθηκών που ανάγκασαν ένα γονέα να εγκαταλείψει το παιδί του δεν είναι εύκολη για τους ενηλίκους πόσο μάλλον για τα παιδιά. Ταυτόχρονα, πολλές φορές νιώθουν «χρέος» προς τους βιολογικούς τους γονείς, γιατί τους χάρισαν τη ζωή. Το παιδί πρέπει να βρει απαντήσεις στα ερωτήματά του για να μπορέσει να φτιάξει τη δική του ιστορία.
Mommy: Ποιοι είναι οι κυριότεροι φόβοι που αποτρέπουν τους γονείς να αποκαλύψουν την αλήθεια; Υπάρχει «ανώδυνος τρόπος» και κατάλληλη ηλικία για να μιλήσουν στο παιδί;
Ζαΐρα Παπαληγούρα: Πολλοί γονείς δυσκολεύονται να μιλήσουν στο παιδί για την υιοθεσία και φοβούνται ότι θα το στεναχωρήσουν. Είναι σημαντικό όμως να αποδεχτούν ότι δεν μπορούν να προστατεύσουν το παιδί τους από κάθε στεναχώρια –όσο κι αν το θέλουν. Ωστόσο, ένας τρυφερός γονιός μπορεί να μετριάσει τον πόνο του. Η ενημέρωση του παιδιού καλό είναι να γίνεται σταδιακά, ώστε να μπορεί να αφομοιώνει τις πληροφορίες. Οι θετοί γονείς συχνά ανησυχούν ότι μπορεί να πουν κάτι λάθος ή ότι μπορεί να μην είναι σε θέση να απαντήσουν σε όλες τις ερωτήσεις. Θα τους βοηθήσει να σκεφτούν ότι κανένας δεν έχει όλες τις απαντήσεις. Και αν ειπωθεί κάτι λάθος, μπορεί πάντοτε να διορθωθεί. Οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν ότι μια καλή ηλικία να αρχίσει η ενημέρωση είναι γύρω στα 3-4 χρόνια.
Προϋποθέσεις Υιοθεσίας
Οι βασικές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να εξασφαλιστεί η νομιμότητα μιας υιοθεσίας (σύμφωνα με το ν. 2447/1996 και τις διατάξεις του ΑΚ) είναι οι ακόλουθες:
  • Ο υποψήφιος θετός γονιός πρέπει να έχει συµπληρώσει το 30ό έτος ηλικίας και να μην υπερβαίνει το 60ό.
  • Η διαφορά της ηλικίας γονέα - παιδιού πρέπει να είναι μεγαλύτερη από τα 18 χρόνια και μικρότερη από τα 50.
  • Η κατώτατη ηλικία του παιδιού που θα δοθεί για υιοθεσία είναι οι τρεις μήνες. Πριν από αυτή την ηλικία απαγορεύεται να συναινέσουν οι φυσικοί του γονείς.
  • Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος έγγαμος για να υιοθετήσει ένα παιδί.
  • Πρέπει να υπάρχει απαραίτητα η συναίνεση και των δύο φυσικών γονέων προκειμένου να δοθεί ένα παιδί για υιοθεσία, εκτός εάν είναι άγνωστοι ή το τέκνο είναι έκθετο.
  • Η αυτοπρόσωπη συναίνεση του ανηλίκου που θα υιοθετηθεί είναι απαραίτητη όταν αυτό έχει συμπληρώσει τα δώδεκα χρόνια του.
  • Απαραίτητη κρίνεται η διεξαγωγή κοινωνικής έρευνας από την αρμόδια κοινωνική υπηρεσία προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η επικείμενη υιοθεσία είναι προς το συμφέρον του ανηλίκου.
  • Το θετό παιδί, μετά την ενηλικίωσή του, έχει το δικαίωμα να πληροφορείται πλήρως από τους θετούς γονείς και από κάθε αρμόδια αρχή για τα στοιχεία των φυσικών γονέων του.
Το ιδανικό προφίλ
Υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις που ορίζουν το προφίλ του «ιδανικού θετού γονέα»; Πώς αποφασίζει ένα ίδρυμα εάν ένα ζευγάρι είναι κατάλληλο να υιοθετήσει παιδί ή όχι. Η κυρία Αναστασία Θώδα-Δημοπούλου, κοινωνική λειτουργός στο Δημοτικό Βρεφοκομείο Θεσσαλονίκης «Ο Άγιος Στυλιανός», μας δίνει τις απαντήσεις.
Mommy: Ένα θέμα που απασχολεί ιδιαίτερα εκείνους που επιθυμούν να προχωρήσουν σε υιοθεσία είναι το αν υπάρχει συγκεκριμένο «προφίλ», ορισμένα βασικά προσόντα που αναζητά το ίδρυμα για να δώσει τη συγκατάθεσή του.
Αναστασία Θώδη-Δημοπούλου: Για να γίνει κάποιος θετός γονέας δεν χρειάζεται να είναι πάμπλουτος ή να διαθέτει τα προσόντα ενός «υπεργονέα». Πρέπει μόνο να είναι ώριμος, να μπορεί να αγαπήσει και να γνωρίζει πώς να διαχειρίζεται τις ανάγκες του παιδιού σύμφωνα και με τις τάσεις που επικρατούν στη σύγχρονη κοινωνία. Φυσικά, απαιτείται να έχει ηλικία μεγαλύτερη των 30 ετών και μικρότερη των 60.
Mommy: Με ποιον τρόπο αποφασίζετε αν κάποιο ζευγάρι πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις;
Αναστασία Θώδη-Δημοπούλου: Η κοινωνική υπηρεσία του ιδρύματος διεξάγει την κοινωνική έρευνα με αντικειμενικότητα και με επιστημονικά κριτήρια. Η διεπιστημονική ομάδα με συναντήσεις και συνεντεύξεις γνωρίζει την οικογένεια, τον ανήλικο, βοηθά τους μελλοντικούς θετούς γονείς να αντιληφθούν καλύτερα το ρόλο τους. Στη συνέχεια, ενημερώνεται το Διοικητικό Συμβούλιο το οποίο και αποφασίζει. Τέλος, η υιοθεσία πρέπει να εγκριθεί από το δικαστήριο. Τότε μόνο το παιδί εντάσσεται στην οικογένεια του θετού γονέα και διακόπτεται κάθε δεσμός με τη φυσική του οικογένεια.
Tips
Στο κέντρο βρεφών ΜΗΤΕΡΑ τα ραντεβού γίνονται συνήθως την πρώτη Πέμπτη κάθε μήνα. Εκεί, σε ειδική συγκέντρωση, όλα τα ζευγάρια που ενδιαφέρονται να υιοθετήσουν παιδί παραλαμβάνουν τη σχετική για υιοθεσία αίτηση. Αυτή περιλαμβάνει ερωτήσεις σχετικά με το πώς θέλει ο γονιός να είναι το παιδί του (αγόρι ή κορίτσι, ελληνόπουλο ή άλλης φυλής κ.λπ.). Επίσης, θέτονται ερωτήματα στο ζευγάρι, όπου καλούνται να περιγράψουν τον εαυτό τους, την παιδική τους ηλικία κ.λπ.
Το θετό παιδί παίρνει το επώνυμο του θετού γονέα. Έχει όμως δικαίωμα, όταν ενηλικιωθεί, να προσθέσει και το πριν την υιοθεσία επώνυμό του.
Το δικαστήριο μπορεί με την απόφασή του περί υιοθεσίας να επιτρέψει στον υποψήφιο θετό γονέα, ύστερα από αίτησή του, να προσθέσει στο κύριο όνομα του θετού τέκνου και άλλο όνομα.
Αν το παιδί έχει συμπληρώσει το δωδέκατο έτος της ηλικίας του, είναι απαραίτητη για τη χορήγηση της άδειας του δικαστηρίου η συναίνεση και του ίδιου.

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΠΑΙΔΙΩΝ ΧΩΡΙΣΜΕΝΩΝ ΓΟΝΙΩΝ

 
 
Είναι γεγονός πως για ένα παιδί, σε οποιαδήποτε ηλικία, το διαζύγιο των γονιών του είναι τεράστιο σοκ. Όμως έρευνες έχουν δείξει πως δεν είναι το διαζύγιο αυτό καθ’ αυτό που μπορεί να δημιουργήσει κοινωνικοψυχολογικές δυσκολίες στα παιδιά, αλλά το πως οι ίδιοι οι γονείς θα το αντιμετωπίσουν και θα το μεταφέρουν σε αυτά.
 
 Έτσι ανάμεσα στους πιο σημαντικούς παράγοντες εμφανίζεται η χρονική στιγμή, ο τρόπος, η ποιότητα των σχέσεων μεταξύ των μελών της οικογένειας, το περιβάλλον, ο αριθμός των παιδιών, η ζωή πρίν και μετά, η ηλικία, η προσωπικότητα αλλά και η γενετική προδιάθεση του παιδιού στο πως αντιμετωπίζεται και πόσο επηρεάζει την ψυχολογική κατάσταση του παιδιού.
 
Οι πιο συνηθισμένες αλλαγές συμπεριφοράς μετά απο ένα διαζύγιο, είναι η επιθετική και πολλές φορές αντιδραστική συμπεριφορά, ειδικά στα αγόρια καθώς επίσης και τα συμπτώματα άγχους, απομόνωσης και χαμηλής διάθεσης.
 
Μελέτες έχουν δείξει πως τα παιδιά αυτά παρουσιάζουν 40% περισσότερες πιθανότητες χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών (οινόπνευμα, ναρκωτικά..). Τα παιδιά αυτά είναι ευάλωτα στα συναισθήματά τους, ενώ φοβούνται πως ανά πάσα στιγμή θα χάνουν ανθρώπους που αγαπούν χωρίς να ξέρουν το γιατί, ενώ ένα μεγάλο ποσοστό αυτών των παιδιών θεωρούν τον εαυτό τους υπεύθυνο για ότι έχει συμβεί.
 
Σε μεταγενέστερο στάδιο, όταν τα παιδιά αυτά μεγαλώσουν και κληθούν να ανταπεξέλθουν τα ίδια σε μία σχέση, παρουσιάζουν έλλειψη εμπιστοσύνης στον έρωτα ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις παρουσιάζουν έναν εσωτερικό διχασμό:
Από τη μία έχουν την επιτακτική ανάγκη να αγαπήσουν, να δεθούν με κάποιον και να ολοκληρωθούν ως άνθρωποι και απο την άλλη έρχονται αντιμέτωποι με τον μεγάλο τους φόβο, ότι δηλαδή θα αποτύχουν όπως και οι γονείς τους, καθώς υπάρχει έλλειψη ικανοποιητικού προτύπου επιτυχημένης και χαρούμενης οικογένειας.
 
Χαρακτηριστική φοβία είναι πως δε θα ήθελαν ποτέ να δημιουργήσουν μια αποτυχημένη οικογένεια και παιδιά που θα πρέπει να μεγαλώσουν όπως τα ίδια.
           
Όμως τι μπορούν να κάνουν οι γονείς για να προετοιμάσουν τα παιδιά τους και να τα βοηθήσουν να βιώσουν το διαζύγιο όσο πιο ανώδυνα γίνεται και πόσο καιρό πριν πρέπει να τα προετοιμάσουν; Ο διευθυντής του Family Center of the Jerusalem Institute for the study of Psychological Stress, G. Caplan, σε ένα άρθρο του στο Arch. Dis. Childhood, τονίζει ότι: «…είναι επιθυμητό, εάν είναι δυνατόν, η συζήτηση με τα παιδιά να γίνει συγχρόνως και με τους δυο γονείς παρόντες, γιατί έτσι θα πεισθούν οτι οι γονείς συμφωνούν. Ανάλογα με τις αντιδράσεις των παιδιών σε αυτές τις πρώτες συζητήσεις, θα κριθεί αν τέτοιου τύπου επαφές θα συνεχιστούν και πόσο συχνά, με τον έναν ή και τους δύο γονείς...» ενώ συμβουλεύει πως η συζήτηση πρέπει να γίνει μόνο μία έως δύο εβδομάδες πρίν τον χωρισμό για παιδιά προσχολικής ηλικίας, ένα με δύο μήνες πριν για παιδιά 5-8 ετών. Τα μεγαλύτερα παιδιά πρέπει να προετοιμαστούν ακόμα πιο πριν. Συνεχίζει λέγοντας πως οι γονείς πρέπει να έχουν κατανοήσει τα ακόλουθα σημεία πριν κάνουν οποιαδήποτε συζήτηση με τα παιδιά:
 
  • Μην αναβάλλετε τη στιγμή της αποκάλυψης στα παιδιά,
  • να τα ενθαρρύνετε να εκφράσουν τα συναισθήματά τους ανά πάσα στιγμή,
  • να είστε σαφείς και ειλικρινείς έτσι ώστε να μην τα αφήσετε να ελπίζουν σε πιθανή επανασύνδεση εάν δεν υπάρχει αυτή η προοπτική,
  • τονίστε τους πως ακόμα και μετά τον χωρισμό δεν θα χάσουν ούτε την αγάπη ούτε την παρουσία και των δύο γονιών και βάλτε τα δυνατά σας ώστε να πετύχει αυτό,
  • μην χρησιμοποιήσετε εκφράσεις όπως: "Δεν αγαπιόμαστε πια" γιατί το παιδί θα αμφισβητήσει και την αγάπη σας γι αυτό,
  • μη βάζετε λόγια στα παιδιά, αφήστε τα να αγαπάνε και τους δύο γονείς το ίδιο και να έχουν τη δική τους κρίση,
  • πείτε τους πως δεν φταίνε εκείνα για ό,τι έγινε και τονίστε τους πως η γέννησή τους ήταν ό,τι καλύτερο σας συνέβη, αλλά να είστε σίγουροι πως νοιώθετε αντίστοιχα, αλλιώς το παιδί θα καταλάβει τη διαφορά,
  • δείξτε κατανόηση σε τυχόν προβληματικές συμπεριφορές αλλά και πάλι μη σταματήσετε να οριοθετείτε τις συμπεριφορές και τις συνήθειές τους,
  • διατηρείστε ίδιες τις καθημερινές του συνήθειες και φροντίστε να βλέπει και τους δύο γονείς όσο πιο συχνά γίνεται,
  • πάντα να θυμάστε πως όσες διαφορές και αν υπάρχουν μεταξύ σας θα πρέπει να βρείτε έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας σε ό,τι αφορά τα παιδιά σας έτσι ώστε να ακολουθούν μια κοινή γραμμή πλέυσης και απο τους δύο. Η ενότητα είναι πολύ σημαντική.

Ένα επίσης πολύ σημαντικό θέμα που μπορεί να επηρεάσει την καθημερινότητα ενός παιδιού μετά από ένα διαζύγιο είναι η παρουσία ενός νέου συντρόφου... Πότε είναι συνετό να τους παρουσιάσουμε τον νέο μπαμπά –μαμά- αδέλφια (αν υπάρχουν) και ποιες είναι οι αντιδράσεις που πρέπει να αναμένουμε; Με το θέμα αυτό ασχολήθηκε η Κλινική Ψυχολόγος του M.Ed, Psy. D, Λένα Καστρησίου η οποία συνοψίζει λέγοντας ότι «…αυτό εξετάζεται ανά περίπτωση. Το μόνο σίγουρο είναι ότι σε καμία περίπτωση τα παιδιά δεν πρέπει να εκτίθενται σε όλες τις ερωτικές περιπέτειες των γονέων τους και θα πρέπει να γνωρίζουν το νέο σύντροφο του γονιού τους όταν οι δύο σύντροφοι πάρουν την απόφαση ότι έχουν μία σοβαρή σχέση. Ο κανόνας για το τι λέμε στα παιδιά είναι η αλήθεια με απλά λόγια. Λίγα λόγια και αληθινά. Δε λέμε πολλά γιατί πραγματικά δε γνωρίζουμε τι ισχύει και για πόσο διάστημα. Πρέπει να είμαστε σύντομοι και σαφείς. Προσπαθούμε να κάνουμε το παιδί να κάνει ερωτήσεις και απαντάμε. Με άλλα λόγια κάνουμε διάλογο, όχι μονόλογο. Ακούμε τις απορίες και προσπαθούμε να τις λύσουμε. Δε {φορτώνουμε} το παιδί με λόγια που δεν είναι προετοιμασμένο να ακούσει. Καλύτερα η συζήτηση αυτή να γίνει σιγά-σιγά. Και πάλι η ηλικία και η ωριμότητα του παιδιού είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες».
 
Θα ήταν προτιμότερο η προσωπική ζωή των γονέων μετά το διαζύγιο, να παραμένει εκτός του σπιτιού και μακριά από τα παιδιά για να αποφύγουμε τη σύγχυση στο μυαλό τους και τις συγκρίσεις με την προηγούμενη ζωή τους, πριν το διαζύγιο. Δεν θα θέλαμε με τίποτα να εμφανίζουμε στα παιδιά μας τις εφήμερες σχέσεις μας κάθε τόσο, γκρεμίζοντάς τους με αυτό τον τρόπο το όποιο ιδανικό πρότυπο μιας συμβατικής οικογένειας τους έχει απομείνει.
 
Μετά την απόφαση του διαζυγίου, ο Γολγοθάς της επόμενης ημέρας, είναι η απόφαση της επιμέλειας, καθώς όπως προκύπτει από τα στατιστικά στοιχεία ένας στους τέσσερις γάμους καταλήγει στο διαζύγιο, με επίκεντρο της συζυγικής “διαμάχης” την επιμέλεια των παιδιών.
 
Σε ημερίδα με θέμα “Η επιμέλεια των παιδιών στη διάσταση και το διαζύγιο”, που πραγματοποιήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, παρουσιάστηκε έρευνα σχετικά με ζητήματα γονικής μέριμνας και επιμέλειας παιδιών σε περίπτωση διαζυγίου. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από τη ΜΚΟ ΓΟΝ.ΙΣ. (κατόπιν άδειας του Πρωτοδικείου Αθηνών), με την επιστημονική συνδρομή των καθηγητών Πανεπιστημίου Ι. Παραβάντη και Δ. Παπαδοπούλου-Κλαμαρή. Συνδιοργανωτής ο πρόεδρος του ΓΟΝ.ΙΣ. Πειραιά (Γονεϊκή Ισότητα για το παιδί), κ. Ιωάννης Παπαρηγόπουλος επισήμανε πως «Τα αποτελέσματα της έρευνας και τα προκύψαντα ποσοστά δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας. Στη χώρα μας, παρ’ ότι η γονική μέριμνα αποτελεί καθήκον και δικαίωμα αμφοτέρων των γονέων, στο διαζύγιο κυριαρχεί η αποκλειστική επιμέλεια των τέκνων από τον ένα γονέα». Η έρευνα που πραγματοποίησε η ΜΚΟ ΓΟΝ.ΙΣ. σε αποφάσεις του Πρωτοδικείου Αθηνών απέδειξε ότι στην Ελλάδα εφαρμόζεται μόνο το σύστημα της αποκλειστικής επιμέλειας των τέκνων, δηλαδή η επιμέλεια ανατίθεται αποκλειστικά σε ένα μόνο γονέα. Στα αποτελέσματα της έρευνας δεν εμφανίστηκε ούτε μία απόφαση δικαστηρίου που να επιδικάζει κοινή επιμέλεια στους δύο γονείς. Πιο συγκεκριμένα, οι δικαστικές αποφάσεις εκδίδονται σχεδόν πάντα κατόπιν αγωγής της μητέρας (ποσοστό 89,42%) και αφορούν κυρίως τη διατροφή και όχι την επιμέλεια των παιδιών (ποσοστό 97,6% των αιτημάτων των γυναικών) ενώ η επιμέλεια ανατίθεται στη μητέρα -όταν αυτή υποβάλλει σχετικό αίτημα- σε ποσοστό 90,6%, ανεξάρτητα από την ηλικία και το φύλο των παιδιών.
 
Βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας (Α.Κ., άρθρο 1513), μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης, η επιμέλεια ανατίθεται αποκλειστικά στον ένα γονέα, εκτός αν οι δύο συμφωνήσουν να την ασκούν από κοινού ή αν το δικαστήριο αποφασίσει να κατανείμει διαφορετικά τη γονική μέριμνα. Κριτήριο, δε, για την ανάθεση της επιμέλειας είναι όχι το φύλο του γονέα, αλλά η καταλληλότητά του και το συμφέρον του τέκνου.
 
Εύλογα τίθεται το ερώτημα γιατί η ανάθεση της επιμέλειας στον ένα γονέα κρίνεται καταλληλότερη απ’ ότι η ανάθεσή της και στους δύο, καθώς επίσης και γιατί πάντα η επιμέλεια δίνεται στη μητέρα, δεδομένου ότι το κριτήριο επιλογής είναι η καταλληλότητά του γονέα και το συμφέρον του παιδιού. Στο παραπάνω ερώτημα απαντά η κ. Μητσοπούλου μέλος του του ΓΟΝ.ΙΣ. αναφέροντας ότι «Στα πλαίσια του υφισταμένου δικαστικού συστήματος και των σχετικών διατάξεων, μετά το διαζύγιο τα παιδιά ανατρέφονται αποκλειστικά και μόνο από ένα γονέα, τη μητέρα, χωρίς δικαίωμα και αντίστοιχη υποχρέωση του άλλου (του πατέρα), για συμμετοχή στην ανατροφή του παιδιού. Έτσι, όχι μόνο δεν εξυπηρετείται το συμφέρον του παιδιού, αλλά αναιρείται η βασική παιδοκεντρική αρχή του Αστικού Κώδικα, όπως επίσης και παραβιάζεται η αρχή της ισότητας των γονέων, καθώς και το δικαίωμα του παιδιού να ανατρέφεται και από τους δύο γονείς, όπως προβλέπεται από τη Διεθνή Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού του ΟΗΕ».
 
Το διαζύγιο ακόμα και το πιο πολιτισμένο και συναινετικό είναι φορέας μεγάλου ψυχικού πόνου. Πόνου για το ζευγάρι που χωρίζει αλλά και για τα παιδιά του. Είναι μια επώδυνη διαδικασία, τη στιγμή που ήδη χωρίζουν οι γονείς, για ένα παιδί. Ανεξάρτητα από τους λόγους ή τις αιτίες του διαζυγίου το παιδί αγαπάει και τους δύο γονείς του. Ταυτόχρονα χρειάζεται και τους δύο γονείς ώστε να αναπτυχθεί ισορροπημένα. Θα πρέπει και οι δύο γονείς να καταβάλουν προσπάθεια ώστε η διαδικασία του διαζυγίου και οι επιπτώσεις του στο παιδί να περιοριστούν και να μην είναι τέτοιες, ώστε να επηρεαστεί επιπλέον, από την απώλεια του ενός από τους δύο γονείς.
 
Η κοινή φροντίδα των παιδιών και από τους δύο γονείς είναι η μόνη επιλογή όταν βάλουμε προτεραιότητα το συμφέρον του παιδιού. Ανεξάρτητα από την οικογενειακή κατάσταση θα πρέπει είτε πριν το διαζύγιο είτε μετά τα παιδιά να προστατευτούν από διαμάχες, συγκρούσεις κ.λπ. Επομένως και οι δύο γονείς έχουν υποχρέωση να φροντίζουν από κοινού το παιδί τους είτε στο ίδιο είτε σε διαφορετικό σπίτι. Έτσι ένα παιδί όταν προέρχεται από το προστατευτικό περιβάλλον της οικογένειας είτε είναι παιδί χωρισμένων γονιών είτε όχι, θα απολαμβάνει τη φροντίδα δύο γονέων με ισότιμο και ισορροπημένο τρόπο, ώστε να αναπτυχθεί συναισθηματικά και ψυχικά χωρίς να αισθανθεί την απώλεια του ενός γονέα.
 
Μαρία Κοντογιάννη
http://www.nomika-epilekta.gr

ΥΙΟΘΕΣΙΑ



ΥΙΟΘΕΣΙΑ


Πόσο ορφανός από κοινωνική στήριξη είναι ο θεσμός της υιοθεσίας στη χώρα μας και τι οφείλουν να κάνουν όλοι όσοι θέλουν να ανοίξουν την αγκαλιά τους σ’ ένα παιδί.
Πρώτοι έκαναν το βήμα οι σταρ του χόλιγουντ. Η Αντζελίνα Τζολί έχει υιοθετήσει τρία (!) παιδιά, τον εφτάχρονο Μάντοξ από την Καμπότζη, ένα κορίτσι από την Αιθιοπία, τη Ζαχάρα (3 ετών), και πρόσφατα μαζί με τον Μπραντ Πιτ τον πεντάχρονο Παξ από το Βιετνάμ. Η Μαντόνα με τη σειρά της πήρε κοντά της τον μικρό Ντέιβιντ Μπάνα από το Μαλάουι όταν ήταν μόλις 13 μηνών. Μπορεί αυτή η καινούργια «μόδα» να έχει γίνει αντικείμενο κριτικής και να έχει κατηγορηθεί από πολλούς –κυρίως λόγω των επιπτώσεων που ενδεχομένως έχει στον ψυχισμό των παιδιών– όμως κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι με το παράδειγμά τους οι σταρ μπορούν να παρακινήσουν πολλά ζευγάρια να πάρουν την απόφαση να υιοθετήσουν. Και το σημαντικότερο είναι ότι στην περίπτωση όλων αυτών των «ανώνυμων» θετών γονέων κίνητρο δεν είναι η ανάγκη για προβολή, αλλά μια ψυχική ανάγκη που τους υπαγορεύει να ανοίξουν την αγκαλιά τους σ’ ένα παιδί που τους έχει ανάγκη. Η υιοθεσία αποτελεί ίσως τον πιο «ανθρωπιστικό» θεσμό του νομικού μας συστήματος. Μπορεί να πρόκειται για νομική διαδικασία, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν είναι απογυμνωμένη από το συναίσθημα, αφού σε αυτήν εμπλέκονται παιδιά που γίνονται µέλη οικογενειών, σαν να είχαν γεννηθεί σε αυτές, απολαμβάνοντας όλα τα προνόμια και τα δικαιώματα του φυσικού παιδιού. Οι θετοί γονείς δεν διαφέρουν νομικά σε τίποτα από τους φυσικούς. Πότε όμως μπορεί να δοθεί ένα παιδί για υιοθεσία;
Η διαδικασία με τα ιδρύματα
Παρόλο που στα αρμόδια ιδρύματα που τελούν υπό κρατική εποπτεία και έλεγχο υπάρχουν αρκετά παιδιά, μόνο ένα μικρό μέρος αυτών θεωρείται «νομικά ελεύθερο» να δοθεί προς υιοθεσία, αφού για να προχωρήσουν οι σχετικές με αυτή διαδικασίες πρέπει να συναινέσουν οι φυσικοί γονείς. Αυτό φυσικά στην πράξη συχνά δεν επιτυγχάνεται, γιατί οι φυσικοί γονείς, παρόλο που δεν είναι ικανοί να φροντίσουν τα παιδιά τους, κάνουν τα πάντα για να μη χάσουν την επιμέλεια και αρνούνται να τα δώσουν για υιοθεσία. Υπάρχουν ασφαλώς και οι περιπτώσεις εκείνες όπου με δικαστική απόφαση η μη παραχώρηση συναίνεσης από τους φυσικούς γονείς θεωρείται καταχρηστική, τους αφαιρείται η επιμέλεια και παραχωρείται στο ίδρυμα (η διαδικασία αυτή μπορεί να διαρκέσει 1 µε 2 χρόνια, διάστημα κατά το οποίο το παιδί δεν μπορεί ακόμη να δοθεί για υιοθεσία). Από την πλευρά των υποψήφιων θετών γονέων, η απόφαση να υιοθετήσουν ένα παιδί μέσω ιδρύματος συνήθως σημαίνει το ξεκίνημα ενός μαραθωνίου. Όπως επισημαίνει η νομικός Κατερίνα Παλιατσάρα, η οποία κατά τη διάρκεια της καριέρας της έχει ασχοληθεί με αρκετές υποθέσεις υιοθεσιών, «τα ζευγάρια νιώθουν αρκετά “εκτεθειμένα” στις εκτεταμένες έρευνες στις οποίες υποβάλλονται υποχρεωτικά από την πλευρά του ιδρύματος. Αισθάνονται ότι τους ζητείται να μοιραστούν μύχιες σκέψεις και συναισθήματα, με εντελώς αβέβαιο αποτέλεσμα και μάλιστα υπό το αυστηρό και ψυχρό βλέμμα της κοινωνικής υπηρεσίας, που δεν επιβεβαιώνει παρά μόνο με την ολοκλήρωση της κοινωνικής έρευνας αν τους εγκρίνει ή τους απορρίπτει, εάν δηλαδή τους θεωρεί κατάλληλους για γονείς ή όχι. Πολλοί υποψήφιοι γονείς που έχουν βιώσει την εμπειρία μιλούν για “ψυχικό ξεγύμνωμα”. «Ωστόσο», συνεχίζει «αυτές οι διαδικασίες αποτελούν φυσικό επακόλουθο της σοβαρής δέσμευσης που υπάρχει από πλευράς των κρατικών ιδρυμάτων να διασφαλίσουν ότι το παιδί που θα υιοθετηθεί θα πέσει σε καλά χέρια, και μεγαλώνοντας δίπλα σε υγιείς και ισορροπημένες προσωπικότητες θα μπορέσει να νιώσει ευδαιμονία και οικογενειακή ευτυχία». Το κύριο μέλημα των ιδρυμάτων είναι να εξασφαλίσουν ότι η όποια απόφαση θα είναι για το συμφέρον του παιδιού και γι’ αυτό προσπαθούν να αποδείξουν ότι πράγματι οι συγκεκριμένοι υποψήφιοι γονείς είναι ικανοί να αναλάβουν την ευθύνη για το μεγάλωμα και την ανάπτυξη ενός παιδιού. Τα περισσότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα ζευγάρια οφείλονται συνήθως στην άγνοια. «Είναι σημαντικό τα ζευγάρια που αποφασίζουν να υιοθετήσουν να γνωρίζουν πολύ καλά όλα τα στάδια και τη διαδικασία μέχρι την ολοκλήρωση της υιοθεσίας, ώστε να οπλιστούν με υπομονή», συνιστά η κ. Παλιατσάρα. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι αρκετά από τα ζευγάρια που απευθύνονται στα κρατικά ιδρύματα κατορθώνουν να υλοποιήσουν το μεγάλο τους όνειρο, ακόμα κι αν χρειαστεί να περιμένουν λίγο παραπάνω, κατά μέσο όρο πέντε χρόνια.
Η νομική διαδικασία
Οι υποψήφιοι γονείς, εκτός από τη σφαιρική γνώση των… διαδικαστικών, πρέπει να είναι εξοπλισμένοι με υπομονή και επιμονή, αφού χρειάζεται χρόνος και αρκετό τρέξιμο. Το τίμημα, όμως, ειδικά σε αυτή την περίπτωση είναι απειροελάχιστο, κάτι που συνειδητοποίησαν όσοι κράτησαν στην αγκαλιά τους το δικό τους «παιδί της καρδιάς».
Ξεκινώντας, θα πρέπει να απευθυνθούν στο Κέντρο Βρεφών ΜΗΤΕΡΑ, στο ΠΙΚΠΑ ή στο ίδρυμα «Αγ. Στυλιανός» της Θεσσαλονίκης, τα οποία τελούν υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του κράτους και θα υποβάλλουν σχετική αίτηση υιοθεσίας. Στη συνέχεια, θα καταθέσουν την αίτηση ενώπιον του πολυμελούς πρωτοδικείου του τόπου κατοικίας τους, η οποία δικάζεται κατά τη διαδικασία της Εκούσιας Δικαιοδοσίας. Στο δικαστήριο απαιτείται η συναίνεση των φυσικών γονέων, που δίνεται αυτοπροσώπως, καθώς και η έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας. Για την έκδοσή της υποβάλλεται αίτηση από τους ενδιαφερόμενους υποψήφιους γονείς στην αρμόδια Νομαρχία όπου κατοικούν οι αιτούντες για υιοθεσία γονείς πριν την κατάθεση της αίτησης στο δικαστήριο. Παρότι η έκθεση της κοινωνικής υπηρεσίας αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να τελεστεί υιοθεσία ανηλίκου, το πόρισμά της δεν δεσμεύει το δικαστήριο, το οποίο απλώς τη συνεκτιμά, μαζί με τη συνδρομή των προϋποθέσεων και την έλλειψη κωλυμάτων και ανάλογα αποφασίζει κατά την κρίση του αν η υιοθεσία είναι προς το συμφέρον του ανηλίκου. Οι υποψήφιοι γονείς/γονέας πρέπει να προσκομίσουν στο δικαστήριο και άλλα απαραίτητα έγγραφα όπως:
• ληξιαρχική πράξη γέννησης του υιοθετημένου
• πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασής τους
• ποινικά μητρώα τους
• πιστοποιητικά περί μη διώξεως από την αρμόδια εισαγγελία
• εκκαθαριστικά σημειώματα από την αρμόδια Δ.Ο.Υ.
• συμβόλαια που αποδεικνύουν την κυριότητα ακινήτων (εάν υπάρχουν)
• πιστοποιητικά υγείας
• αντίγραφα των ταυτοτήτων
• τη σχετική αίτηση που έχει υποβληθεί στο «ΜΗΤΕΡΑ» ή σε άλλο κρατικό ίδρυμα
• την έγγραφη συναίνεση των φυσικών γονέων του τέκνου
• γνωμοδότηση περί του ισχύοντος νομικού καθεστώτος που διέπει την υιοθεσία στη χώρα καταγωγής τους από το Ινστιτούτο Αλλοδαπού Δικαίου (εάν ο υιοθετούμενος ή έστω ένας από τους δύο αιτούντες είναι αλλοδαπός) κ.λπ.
Εάν οι υιοθετούντες έχουν παιδιά, απαιτείται και η δική τους δήλωση συναίνεσης στο δικαστήριο.
Με την έκδοση της απόφασης του δικαστηρίου το υιοθετημένο παιδί αναγράφεται στην οικογενειακή μερίδα του δήμου των νέων γονέων, αφού αυτή καταστεί αμετάκλητη.
Νέο θεσμικό πλαίσιο: Τέλος στους ρυθμούς «χελώνας»
Μετά τις νέες ρυθμίσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης, επιταχύνονται οι διαδικασίες της υιοθεσίας. Το νέο θεσμικό πλαίσιο δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων του παιδιού με την αναπλήρωση από το δικαστήριο της συναίνεσης των φυσικών γονιών όταν αυτοί είναι αγνώστου διαμονής και κατά συνέπεια είναι αδύνατο να συναινέσουν ενώπιον του δικαστηρίου για την ολοκλήρωση της υιοθεσίας. «Ο θεμελιώδης στόχος αυτής της τροποποίησης στο δίκαιο της υιοθεσίας είναι κυρίως η προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού, αφού με τη νέα ρύθμιση μειώνεται δραστικά ο χρόνος παραμονής του στα ιδρύματα και η ταχεία ολοκλήρωση της υιοθεσίας με την ένταξη του παιδιού στη θετή οικογένεια», επισημαίνει η δικηγόρος Κατερίνα Παλιατσάρα. «Επίσης», συνεχίζει «καθιερώνεται η δυνατότητα ακρόασης των πλησιέστερων συγγενών, με βάση την οποία το δικαστήριο θα κρίνει σταθμίζοντας την εγγύτητα της συγγένειας, την ουσιαστική σχέση με τον μη συναινούντα γονέα, τη μυστικότητα της υιοθεσίας, την ανάγκη προστασίας και το συμφέρον του ανηλίκου, αλλά και την ανάγκη προστασίας της προσωπικότητας του μη συναινούντος γονέως κ.λπ. Παράλληλα, προβλέπεται η δυνατότητα απάλειψης του κύριου ονόματος που έφερε το παιδί προ της υιοθεσίας, εφόσον αυτό είναι προς το συμφέρον του (π.χ. όταν ηχεί ξένο προς την κοινωνική πραγματικότητα παραπέμποντας στην καταγωγή του, προδίδοντας έτσι την υιοθεσία και παραβιάζοντας τη μυστικότητά της)».
Μια «ιδιωτική» υπόθεση;
Η ιδιωτική υιοθεσία είναι νόμιμη στην Ελλάδα και είναι αυτή που γίνεται χωρίς τη διαµεσολάβηση ιδρύµατος ή κάποιας κοινωνικής υπηρεσίας, με απευθείας επαφή των ενδιαφερομένων. Συνδετικός κρίκος ανάµεσα στους φυσικούς και θετούς γονείς είναι τρίτα άτομα, π.χ. δικηγόροι, γυναικολόγοι κ.λπ. Τα πλεονεκτήματά τους σε σύγκριση με εκείνες που γίνονται μέσω των ιδρυμάτων είναι ότι στη συντριπτική πλειοψηφία τους αφορούν βρέφη –σε αντίθεση με τη διαδικασία που γίνεται από τα κρατικά ιδρύματα, μέσω των οποίων οι πιθανότητες να αποκτήσουν βρέφη οι θετοί γονείς είναι πολύ μικρές– και το ότι οι διαδικασίες είναι σύντομες και έτσι δεν χρειάζεται οι θετοί γονείς να περιμένουν για χρόνια, όπως συμβαίνει στις λίστες αναμονής των ιδρυμάτων. Το τυπικό της διαδικασίας των ιδιωτικών υιοθεσιών είναι ίδιο με αυτό που ακολουθείται για τις υιοθεσίες μέσω ιδρυμάτων. Ο νόμος απαγορεύει να ζητηθεί και να ληφθεί οποιοδήποτε ποσό από τους φυσικούς γονείς ή τους τυχόν µεσολαβητές (δικηγόρους, γυναικολόγους κ.λπ.) ως όρος για την ολοκλήρωση της υιοθεσίας (εκτός ίσως από τα ιατρικά έξοδα για την ολοκλήρωση του τοκετού, που θα δικαιολογούσε τέτοια καταβολή). Σε περίπτωση που αποδειχτεί ότι έχει υπάρξει παράνομη χρηματική συναλλαγή, τα εμπλεκόμενα μέρη αντιμετωπίζουν ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή. Η τιμωρία αφορά τους βιολογικούς γονείς και όποιο τρίτο μέρος αποδειχτεί ότι έλαβε χρηματικό αντάλλαγμα ή βοήθησε άλλους να λάβουν για τέτοιου είδους πράξη. Ατιμώρητοι παραμένουν αυτοί που έδωσαν το αντάλλαγμα, δηλαδή οι θετοί γονείς, και η διαδικασία της υιοθεσίας συνεχίζεται κανονικά για αυτούς.
Διεθνείς υιοθεσίες
«Η υιοθεσία παιδιού από άλλη χώρα είναι δυνατή όταν αποκλειστεί απολύτως η εθνική υιοθέτηση», τονίζει η κ. Παλιατσάρα. Οι υποψήφιοι γονείς εγγράφονται σε ειδικό κατάλογο υιοθετούντων - αλλοδαπών και υποβάλλουν τα απαραίτητα δικαιολογητικά που προβλέπονται από την εκάστοτε εθνική νομοθεσία. Εφόσον η αίτησή τους προκριθεί (και συνήθως αφού λάβουν πλήρη στοιχεία του παιδιού που τους υποδεικνύεται προς υιοθεσία μαζί με φωτογραφία αυτού), καλούνται να ταξιδέψουν στη χώρα όπου βρίσκεται το παιδί για να αποκτήσουν προσωπική επαφή μαζί του και να απαντήσουν αν επιθυμούν να το υιοθετήσουν. Η διαδικασία ολοκληρώνεται ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου της χώρας, σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο.
Εμπειρίες…
Ο 42χρονος Μιχάλης και η 37χρονη Ζωή πριν από τέσσερα χρόνια υιοθέτησαν ένα αγοράκι (2 ετών) από το Κέντρο Βρεφών ΜΗΤΕΡΑ. Φέτος θα το καμαρώσουν να περνάει για πρώτη φορά την πόρτα του δημοτικού σχολείου. Στη σκέψη αυτή γελούν και φουσκώνουν από υπερηφάνεια, συναίσθημα που σαν το σχολικό σφουγγάρι σβήνει το μαυροπίνακα της ψυχοφθόρας εμπειρίας που προηγήθηκε.
«Γνωρίζαμε από την αρχή της σχέσης μας ότι δεν μπορούμε να αποκτήσουμε δικό μας παιδί, λόγω κάποιου δικού μου προβλήματος…», λέει ο Μιχάλης. «Έτσι, επιλέξαμε τη λύση της υιοθεσίας και τη βιώσαμε ως μια πολύ δύσκολη εμπειρία. Ενώ ξεκινήσαμε με αισιοδοξία και πείσμα, στην πορεία μάς κούρασαν απίστευτα οι διαδικασίες, η γραφειοκρατία, όλα όσα συνεπάγεται μια υιοθεσία. Πολλές φορές ήταν εξαιρετικά δύσκολο να μείνουμε σταθεροί στην επιλογή μας. Όμως δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς κι αυτός είναι ο μόνος τρόπος να αντέξεις τις συνεχείς συνεντεύξεις, ερωτήσεις που αφορούν μεταξύ άλλων τα δικά σου παιδικά χρόνια, το δικό σου παρελθόν. Ξαφνιαστήκαμε όταν μας είπαν ότι θα χρειαστεί να κάνουμε μέχρι και ψυχογραφήματα». «Από την άλλη», παρεμβαίνει η Ζωή «όλες αυτές οι ενέργειες από πλευράς των ιδρυμάτων απηχούν την υπευθυνότητα με την οποία αντιμετωπίζουν αυτή την ιστορία οι εμπλεκόμενοι φορείς και υπηρεσίες. Τελικά, ειδικά στις περιπτώσεις των υιοθεσιών, διαπιστώνει κανείς πόσο παιδοκεντρικό είναι το σύστημα».
«Αν μπορούσαμε να δώσουμε κάποια συμβουλή στα ζευγάρια που επιθυμούν να υιοθετήσουν, αυτή είναι να απευθυνθούν σε αναγνωρισμένα κρατικά ιδρύματα, να μην ακολουθήσουν “σκοτεινά μονοπάτια”». Επίσης, είναι πολύ σημαντικό το ζευγάρι να παραμένει ενωμένο από την αρχή μέχρι το τέλος, παρά τις δυσκολίες και τα προβλήματα που αναπόφευκτα θα ενσκήψουν. Θα πρέπει, τέλος, να γνωρίζουν πως η υιοθεσία δεν είναι μια απλή υπόθεση, όμως σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να το βάλουν κάτω, γιατί στο τέλος σε ανταμείβει».
Το ψυχικό κόστοςμιας υιοθεσίας
Ποια συναισθήματα βιώνει ένα παιδί όταν μάθει ότι είναι υιοθετημένο; Υπάρχει κατάλληλη ηλικία να μάθει ότι δεν είναι φυσικό παιδί των γονιών του; Ποιες αντιδράσεις θα συναντήσουν οι γονείς που θα προχωρήσουν στην αποκάλυψη του μυστικού; Απαντήσεις και πολλές ακόμα χρήσιμες συμβουλές μας δίνει η Ζαΐρα Παπαληγούρα, αναπληρώτρια καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Mommy: Ποιες είναι οι ανησυχίες που προβληματίζουν το ζευγάρι που αποφασίζει να υιοθετήσει;
Ζαΐρα Παπαληγούρα: Μια συχνή ανησυχία είναι μήπως δεν μπορέσουν να αγαπήσουν το παιδί όπως θα το αγαπούσαν αν ήταν φυσικό. Φοβούνται, δηλαδή, μήπως η αγάπη προϋποθέτει μια σχέση αίματος. Ωστόσο, η κλινική πράξη αλλά και οι μελέτες που αφορούν τις σχέσεις θετών γονέων και υιοθετημένων παιδιών δείχνουν ότι ο βιολογικός δεσμός δεν καθορίζει τη σχέση γονέα παιδιού. Η πλειοψηφία των θετών γονέων νιώθει ισχυρό δεσμό με το παιδί. Ένας άλλος συχνός φόβος που τους διακατέχει είναι μήπως μεγαλώνοντας το παιδί τούς απορρίψει και αναζητήσει τους βιολογικούς του γονείς. Και στην περίπτωση αυτή ο φόβος είναι αβάσιμος. Οι έρευνες δείχνουν ότι μόλις ένα ποσοστό της τάξης του 1% των υιοθετημένων παιδιών επιθυμεί να συναντήσει τους βιολογικούς του γονείς. Και τα παιδιά που τους αναζητούν σε καμιά περίπτωση δεν θεωρούν ότι ήταν ανεπαρκής η θετή τους οικογένεια. Η αναζήτησή τους αφορά την ανάγκη να γνωρίσουν το παρελθόν τους. Ακόμη, πολλά ζευγάρια έχουν συνήθως υποστεί εξονυχιστικό έλεγχο προκειμένου να κριθούν ικανοί να γίνουν γονείς. Αυτό, σε συνδυασμό με το ότι προφανώς περίμεναν πολλά χρόνια για να αποκτήσουν παιδί, τους κάνει να αισθάνονται ότι πρέπει να είναι τέλειοι. Θα τους βοηθήσει να αναλογιστούν ότι όπως δεν υπάρχουν τέλεια παιδιά δεν υπάρχουν και τέλειοι γονείς. Τα ζευγάρια που επιθυμούν να υιοθετήσουν ένα παιδί θα βοηθηθούν όταν διατυπώσουν τους φόβους τους και μιλήσουν για αυτούς.
Mommy: Πώς αντιμετωπίζουν τα υιοθετημένα παιδιά την αλήθεια για τη σχέση με την οικογένειά τους;
Ζαΐρα Παπαληγούρα: Τα υιοθετημένα παιδιά θέτουν στον εαυτό τους βασανιστικά ερωτήματα όπως: «Τι ανάγκασε τους βιολογικούς γονείς μου να μη θέλουν να είναι γονείς μου;» «Γιατί με εγκατέλειψαν;» Η κατανόηση των συνθηκών που ανάγκασαν ένα γονέα να εγκαταλείψει το παιδί του δεν είναι εύκολη για τους ενηλίκους πόσο μάλλον για τα παιδιά. Ταυτόχρονα, πολλές φορές νιώθουν «χρέος» προς τους βιολογικούς τους γονείς, γιατί τους χάρισαν τη ζωή. Το παιδί πρέπει να βρει απαντήσεις στα ερωτήματά του για να μπορέσει να φτιάξει τη δική του ιστορία.
Mommy: Ποιοι είναι οι κυριότεροι φόβοι που αποτρέπουν τους γονείς να αποκαλύψουν την αλήθεια; Υπάρχει «ανώδυνος τρόπος» και κατάλληλη ηλικία για να μιλήσουν στο παιδί;
Ζαΐρα Παπαληγούρα: Πολλοί γονείς δυσκολεύονται να μιλήσουν στο παιδί για την υιοθεσία και φοβούνται ότι θα το στεναχωρήσουν. Είναι σημαντικό όμως να αποδεχτούν ότι δεν μπορούν να προστατεύσουν το παιδί τους από κάθε στεναχώρια –όσο κι αν το θέλουν. Ωστόσο, ένας τρυφερός γονιός μπορεί να μετριάσει τον πόνο του. Η ενημέρωση του παιδιού καλό είναι να γίνεται σταδιακά, ώστε να μπορεί να αφομοιώνει τις πληροφορίες. Οι θετοί γονείς συχνά ανησυχούν ότι μπορεί να πουν κάτι λάθος ή ότι μπορεί να μην είναι σε θέση να απαντήσουν σε όλες τις ερωτήσεις. Θα τους βοηθήσει να σκεφτούν ότι κανένας δεν έχει όλες τις απαντήσεις. Και αν ειπωθεί κάτι λάθος, μπορεί πάντοτε να διορθωθεί. Οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν ότι μια καλή ηλικία να αρχίσει η ενημέρωση είναι γύρω στα 3-4 χρόνια.
Προϋποθέσεις Υιοθεσίας
Οι βασικές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να εξασφαλιστεί η νομιμότητα μιας υιοθεσίας (σύμφωνα με το ν. 2447/1996 και τις διατάξεις του ΑΚ) είναι οι ακόλουθες:
  • Ο υποψήφιος θετός γονιός πρέπει να έχει συµπληρώσει το 30ό έτος ηλικίας και να μην υπερβαίνει το 60ό.
  • Η διαφορά της ηλικίας γονέα - παιδιού πρέπει να είναι μεγαλύτερη από τα 18 χρόνια και μικρότερη από τα 50.
  • Η κατώτατη ηλικία του παιδιού που θα δοθεί για υιοθεσία είναι οι τρεις μήνες. Πριν από αυτή την ηλικία απαγορεύεται να συναινέσουν οι φυσικοί του γονείς.
  • Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος έγγαμος για να υιοθετήσει ένα παιδί.
  • Πρέπει να υπάρχει απαραίτητα η συναίνεση και των δύο φυσικών γονέων προκειμένου να δοθεί ένα παιδί για υιοθεσία, εκτός εάν είναι άγνωστοι ή το τέκνο είναι έκθετο.
  • Η αυτοπρόσωπη συναίνεση του ανηλίκου που θα υιοθετηθεί είναι απαραίτητη όταν αυτό έχει συμπληρώσει τα δώδεκα χρόνια του.
  • Απαραίτητη κρίνεται η διεξαγωγή κοινωνικής έρευνας από την αρμόδια κοινωνική υπηρεσία προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η επικείμενη υιοθεσία είναι προς το συμφέρον του ανηλίκου.
  • Το θετό παιδί, μετά την ενηλικίωσή του, έχει το δικαίωμα να πληροφορείται πλήρως από τους θετούς γονείς και από κάθε αρμόδια αρχή για τα στοιχεία των φυσικών γονέων του.
Το ιδανικό προφίλ
Υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις που ορίζουν το προφίλ του «ιδανικού θετού γονέα»; Πώς αποφασίζει ένα ίδρυμα εάν ένα ζευγάρι είναι κατάλληλο να υιοθετήσει παιδί ή όχι. Η κυρία Αναστασία Θώδα-Δημοπούλου, κοινωνική λειτουργός στο Δημοτικό Βρεφοκομείο Θεσσαλονίκης «Ο Άγιος Στυλιανός», μας δίνει τις απαντήσεις.
Mommy: Ένα θέμα που απασχολεί ιδιαίτερα εκείνους που επιθυμούν να προχωρήσουν σε υιοθεσία είναι το αν υπάρχει συγκεκριμένο «προφίλ», ορισμένα βασικά προσόντα που αναζητά το ίδρυμα για να δώσει τη συγκατάθεσή του.
Αναστασία Θώδη-Δημοπούλου: Για να γίνει κάποιος θετός γονέας δεν χρειάζεται να είναι πάμπλουτος ή να διαθέτει τα προσόντα ενός «υπεργονέα». Πρέπει μόνο να είναι ώριμος, να μπορεί να αγαπήσει και να γνωρίζει πώς να διαχειρίζεται τις ανάγκες του παιδιού σύμφωνα και με τις τάσεις που επικρατούν στη σύγχρονη κοινωνία. Φυσικά, απαιτείται να έχει ηλικία μεγαλύτερη των 30 ετών και μικρότερη των 60.
Mommy: Με ποιον τρόπο αποφασίζετε αν κάποιο ζευγάρι πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις;
Αναστασία Θώδη-Δημοπούλου: Η κοινωνική υπηρεσία του ιδρύματος διεξάγει την κοινωνική έρευνα με αντικειμενικότητα και με επιστημονικά κριτήρια. Η διεπιστημονική ομάδα με συναντήσεις και συνεντεύξεις γνωρίζει την οικογένεια, τον ανήλικο, βοηθά τους μελλοντικούς θετούς γονείς να αντιληφθούν καλύτερα το ρόλο τους. Στη συνέχεια, ενημερώνεται το Διοικητικό Συμβούλιο το οποίο και αποφασίζει. Τέλος, η υιοθεσία πρέπει να εγκριθεί από το δικαστήριο. Τότε μόνο το παιδί εντάσσεται στην οικογένεια του θετού γονέα και διακόπτεται κάθε δεσμός με τη φυσική του οικογένεια.
Tips
Στο κέντρο βρεφών ΜΗΤΕΡΑ τα ραντεβού γίνονται συνήθως την πρώτη Πέμπτη κάθε μήνα. Εκεί, σε ειδική συγκέντρωση, όλα τα ζευγάρια που ενδιαφέρονται να υιοθετήσουν παιδί παραλαμβάνουν τη σχετική για υιοθεσία αίτηση. Αυτή περιλαμβάνει ερωτήσεις σχετικά με το πώς θέλει ο γονιός να είναι το παιδί του (αγόρι ή κορίτσι, ελληνόπουλο ή άλλης φυλής κ.λπ.). Επίσης, θέτονται ερωτήματα στο ζευγάρι, όπου καλούνται να περιγράψουν τον εαυτό τους, την παιδική τους ηλικία κ.λπ.
Το θετό παιδί παίρνει το επώνυμο του θετού γονέα. Έχει όμως δικαίωμα, όταν ενηλικιωθεί, να προσθέσει και το πριν την υιοθεσία επώνυμό του.
Το δικαστήριο μπορεί με την απόφασή του περί υιοθεσίας να επιτρέψει στον υποψήφιο θετό γονέα, ύστερα από αίτησή του, να προσθέσει στο κύριο όνομα του θετού τέκνου και άλλο όνομα.
Αν το παιδί έχει συμπληρώσει το δωδέκατο έτος της ηλικίας του, είναι απαραίτητη για τη χορήγηση της άδειας του δικαστηρίου η συναίνεση και του ίδιου.